- πρυτανεία
- (I)η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω](στην αρχ. Αθήνα)1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών πρυτάνεων στη Μίλητο, στη Ρόδο, στην Αλικαρνασσό και στη Μυτιλήνη3. κάθε δημόσιο αξίωμα το οποίο διαρκούσε ορισμένο χρονικό διάστημα («πρυτανηΐη τῆς ἡμερης»[στην Αθήνα] η ανά μία μέρα προεδρία ή αρχιστρατηγία καθενός από τους 10 στρατηγούςνεοελλ.1. το αξίωμα τού πρυτάνεως, τού προϊσταμένου τής διοίκησης πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατελεί κανείς πρύτανης3. (κατ' επέκτ.) οι υπηρεσίες που υπάγονται στη δικαιοδοσία τού πρύτανη ανώτερης ή ανώτατης σχολήςαρχ.φρ. «κατά πρυτανείαν» — κατά το χρονικό διάστημα τής θητείας τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς φυλής τών Αθηνών.————————(II)ἡ, Α(στη Σύρο) προσωνυμία τής θεάς Εστίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρυτανεῖον, λόγω τού ότι θεωρούσαν τη θεά προστάτιδα τού πρυτανείου].
Dictionary of Greek. 2013.